Μια μέρα του καλοκαιριού, ένας Iταλός τουρίστας στη Κρήτη κοζάρει μια συκιά με κάτι μεγάλα και ζουμερά σύκα. Άδραται λοιπόν της ευκαιρίας και σκαρφαλώνει σ` ένα κλαδί της για να κόψει μερικά.
Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Νάσου λοιπόν ο μπαρμπα-Σιφαλιός και αρχίζει να του φωνάζει:
- “Κατέβα κάτω βωρέ, διάολε τσ` απολειμάρες σου!”.
Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αφτιά, δεν άκουγε τίποτα.
- “Δεν ακούς ωρέ;” του λέει ο μπαρμπα-Σιφαλιός και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταγής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει:
- “Aqua!Aqua!”
Και τότε ο μπαρμπα-Σιφαλιός του αποκρίνεται:
- “Αφού άκουες βωρέ, γιαντα δεν κατέβαινες;”
Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Νάσου λοιπόν ο μπαρμπα-Σιφαλιός και αρχίζει να του φωνάζει:
- “Κατέβα κάτω βωρέ, διάολε τσ` απολειμάρες σου!”.
Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αφτιά, δεν άκουγε τίποτα.
- “Δεν ακούς ωρέ;” του λέει ο μπαρμπα-Σιφαλιός και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταγής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει:
- “Aqua!Aqua!”
Και τότε ο μπαρμπα-Σιφαλιός του αποκρίνεται:
- “Αφού άκουες βωρέ, γιαντα δεν κατέβαινες;”
Δημοσίευση σχολίου